- ἐκτείσῃ
- ἐκτείσηι , ἔκτεισιςpayment in fullfem dat sg (epic)ἐκτίνωpay offaor subj mid 2nd sgἐκτίνωpay offaor subj act 3rd sgἐκτίνωpay offfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐκτείσηι — ἔκτεισις payment in full fem dat sg (epic) ἐκτείσῃ , ἐκτίνω pay off aor subj mid 2nd sg ἐκτείσῃ , ἐκτίνω pay off aor subj act 3rd sg ἐκτείσῃ , ἐκτίνω pay off fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκτιση — και έκτειση, η (Α ἔκτισις και ἔκτεισις) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκτίνω 1. απότιση, πληρωμή, εξόφληση 2. αρχ. ανταπόδοση, ανταμοιβή, εκδίκηση … Dictionary of Greek